Θεσπιᾶς

Θεσπιᾶς
Θεσπίευς
masc acc pl
Θεσπιεύς
masc acc pl
Θεσπιός
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεσπιάς — η [θέσπιος] (ως όρος τής αρχαιολ.) χάλκινο άγαλμα από αυτά που παριστάνουν τις θυγατέρες τού Θεσπίου ή τις Μούσες …   Dictionary of Greek

  • Θεσπιάς — Θεσπιά̱ς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπιά̱ς , Θεσπιός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπίας — Θεσπίᾱς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπίᾱς , Θεσπίης masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”